- σαφανής
- -ές, Α(δωρ. τ.) βλ. σαφηνής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαφανῆς — σαφᾱνῆς , σαφανής masc/fem acc pl (attic epic doric) σαφᾱνῆς , σαφανής masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σαφᾱνῆς , σαφηνής plain truth masc/fem acc pl (attic epic doric) σαφᾱνῆς , σαφηνής plain truth masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφανές — σαφᾱνές , σαφανής masc/fem voc sg σαφᾱνές , σαφανής neut nom/voc/acc sg σαφᾱνές , σαφηνής plain truth masc/fem voc sg (doric) σαφᾱνές , σαφηνής plain truth neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφηνής — (I) ές, ΝΑ, και δωρ. τ. σαφανής Α σαφής («λόγος κρατεῑ σαφηνὴς τοῡτο κοὐκ ἑνὶ στάσις», Σοφ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo σαφηνές η απλή και καθαρή αλήθεια. επίρρ... σαφηνῶς και ιων. τ. σαφηνέως Α (συν. με λεκτικά ρήματα) με σαφήνεια, με βεβαιότητα.… … Dictionary of Greek
σαφανέως — σαφᾱνέως , σαφανής adverbial (epic doric ionic aeolic) σαφᾱνέως , σαφηνής plain truth adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)